Ναβάχο

Ναβάχο
(Navaho ή Navajos). Φυλή ιθαγενών των νοτιοδυτικών ΗΠΑ εγκατεστημένη, μαζί με τους Απάτσι, σε μια μεγάλη έκταση της βορειοανατολικής Αριζόνα, η οποία θεωρείται η μεγαλύτερη από τις προορισμένες ειδικά για Ινδιάνους περιοχές. Οι Ν. μιλούν μια διάλεκτο της αθαμπασκικής ομάδας, αλλά έχουν τα σωματικά χαρακτηριστικά του πουεμπλο-ανδικού τύπου ο οποίος διαφέρει από εκείνον των άλλων Αμερινδιάνων, εξαιτίας των τονισμένων ευρωποειδών χαρακτήρων του. Γεωργοί με μόνιμη διαμονή, έχτισαν πολυάριθμα χωριά (pueblos), πολλά από τα οποία καταστράφηκαν κατά τους πολέμους με το Μεξικό και τις ΗΠΑ· σήμερα ζουν συνήθως σε συγχρονισμένα χωριά, αν και διάφορες φυλές κατοικούν σε καινούργια pueblos, χτισμένα μέσα στη ρεζέρβα. Οι N., των οποίων ο αριθμός αυξάνεται συνεχώς και σήμερα υπερβαίνουν τα 100.000 άτομα, τείνουν να ενσωματωθούν στην κοινωνική δομή των ΗΠΑ και ν’ αφομοιώσουν τα ήθη τους. Ακόμα όμως διατηρούνται ζωντανές πολλές από τις παλιές παραδόσεις τους, προπάντων όσες έχουν σχέση με τη θρησκεία και τη μαγεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδιάνοι — (Indians). Οι αυτόχθονες πληθυσμοί της Αμερικής, πριν φτάσουν εκεί οι Ευρωπαίοι. Οι Ισπανοί τούς είχαν ονομάσει Indios (Ινδούς) και οι Άγγλοι Indians (Ινδούς), λόγω της εσφαλμένης αντίληψης του Κολόμβου ότι είχε φτάσει στις Ινδίες. Ωστόσο, όλοι… …   Dictionary of Greek

  • Σαμανίδες — Μουσουλμανική δυναστεία που βασίλευσε στην ανατολική Περσία και στην Υπεροξανία μεταξύ 9ου και 10ου μ.Χ. αι. Υπήρξε σπουδαία γιατί ήταν η πρώτη εθνική περσική δυναστεία μετά την αραβική κατάκτηση και γιατί έδωσε μεγάλη ώθηση στην πνευματική και… …   Dictionary of Greek

  • Απάτσι ή Απάχες — (Apaches). Αυτόχθονες της Bόρειας Αμερικής που κατοικούσαν, πριν από την κατάκτηση των λευκών, στις περιοχές που είναι σήμερα γνωστές ως Αριζόνα και Νιου Μέξικο, και ακόμα στο δυτικό Τέξας, στο βορειοδυτικό Μεξικό και σε μια μικρή περιοχή του… …   Dictionary of Greek

  • Αριζόνα — (Αrizona). Πολιτεία (295.276 τ. χλμ., 5.310.000 κάτ. το 2001) των νοτιοδυτικών ΗΠΑ στα σύνορα με το Μεξικό. Το έδαφος είναι κυρίως ορεινό, με μέγιστο υψόμετρο τα 3.862 μ. στο Χάμφρεϊ Πικ. Το νοτιοδυτικό τμήμα της πολιτείας αποτελείται από μια… …   Dictionary of Greek

  • Νιου Μέξικο — (New Mexico). Πολιτεία (314.925 τ. χλμ., 1.829.146 κάτ. το 2001) των ορεινών (Mountain) ΗΠΑ. Συνορεύει με το Μεξικό στα ΝΔ και με τις ομόσπονδες Πολιτείες του Τέξας στα ΝΑ και Α, της Οκλαχόμα στα ΒΑ, του Κολοράντο στα Β και της Αριζόνας προς Δ·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”